αμπελάνθισμα

αμπελάνθισμα
το
1. το άνθισμα, το άνθος τού κλήματος
2. η εποχή τής άνθησης τού αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”